- παρασυμπαθητικός
- -ή, -όμόνο το ουδέτερο, παρασυμπαθητικό σύστημα, (ανατομ.), ιδιαίτερο τμήμα του αυτόνομου νευρικού συστήματος που λειτουργεί ρυθμιστικά προς το συμπαθητικό σύστημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.